επικείρω

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

ἐπικείρω (Α)
1. κόβω, αποκόπτω
2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.)
3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»].