επικείρω
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
Greek Monolingual
ἐπικείρω (Α)
1. κόβω, αποκόπτω
2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.)
3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»].