ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ἐπιμνήμων, -ον (Μ)αυτός που θυμάται κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μνήμων (μιμνήσκομαι)].