επιμνήμων

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

ἐπιμνήμων, -ον (Μ)
αυτός που θυμάται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μνήμων (μιμνήσκομαι)].