Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπωαυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτι («επιρρεπής στις ηδονές»)μσν.(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός. επίρρ...επιρρεπώςμε κλίση, με διάθεση για κάτι.