επόμνυμι

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ἐπόμνυμι και ἐπομνύω (Α)
1. κατόπιν, εν συνεχεία ορκίζομαι («ὧς ἔφαθ’ οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον, ὡς ἐκέλευε» — έτσι είπε, κι όλοι οι άλλοι στη συνέχεια ορκίζονταν όπως τους έλεγε, Ομ. Ιλ.)
β. «καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι» — και επί πλέον θα κάνω μεγάλο όρκο, Ομ. Ιλ.)
2. ορκίζομαι στο όνομα κάποιου θεού ή κάποιου ιερού ή στενού δεσμού (α. «ἥλιον ἐπόμνυμι» β. «μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι» γ. «ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν» δ. «ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν» ε. «oἱ δὲ κατὰ χηνῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο» Λουκιαν.)
3. συμφωνώ, επιδοκιμάζω ή αποδέχομαι με όρκο.