ερευνητικός

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐρευνητικός, -ή, -όν) ερευνώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα
2. ο ικανός, ο κατάλληλος για έρευνα, αυτός που έχει κλίση ή διάθεση να ερευνά, ο εξεταστικός, ο μελετητικός (α. «ερευνητική διάθεση» β. «ερευνητικός επιστήμονας» γ. «ερευνητικό μυαλό»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐρευνητικόν
ικανότητα, διάθεση, τάση, κλίση για έρευνα.
επίρρ...
ερευνητικώς και -ά
με διάθεση για έρευνα, με προσοχή, με επιμελή σπουδή.