ετάζω
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐτάζω)
(συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.)
το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α' Παραλειπομένων
αρχ.-μσν.
υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς», ΠΔ)
αρχ.
αποκαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται παράγωγο του επιθ. ετός, που απαντά μόνο στον τύπο ετά «αληθή, αγαθά» και του οποίου η ετυμολογία είναι αβέβαιη. Πρόκειται μάλλον για ρηματικό επίθετο του ειμί αναγόμενο σε ΙΕ τύπο s-e-to-s και συγγενές με τα αρχ. ινδ. satya- «αληθής» και αρχ. ισλ. sannr «αληθής». Η ψίλωση αποδίδεται στην ιωνική προέλευση της λέξεως, η όλη όμως ετυμολογία είναι αμφίβολη.
ΠΑΡ. αρχ. έτασις, ετασμός, εταστής.
ΣΥΝΘ. ανετάζω, αντεξετάζω, αντιπαρεξετάζω, διεξετάζω, εξετάζω, επεξετάζω, κατεξετάζω, παρεξετάζω, παρετάζω, προεξετάζω, προσεξετάζω, συνεξετάζω.