ευάντης

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, -ές (Α)
1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος
2. ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άντης (πρβλ. εξάντης, ανάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. άντα, άντην, αντί)].