ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, -ές (Α)1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος2. ευμενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άντης (πρβλ. εξάντης, ανάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. άντα, άντην, αντί)].