κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
εὐανάμνηστος, -ον (Α)αυτός που θυμάται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-μιμνήσκομαι].