γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
εὐρύφλεβος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει πλατιές φλέβες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φλεβος (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. ά-φλεβος, μεγαλό-φλεβος].