ευσπλαγχνίζομαι
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
και (ε)σπλαχνίζομαι (ΑΜ εὐσπλαγχνίζομαι) εύσπλαγχνος
δείχνω συμπάθεια για κάποιον, συμπονώ.