Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
εὔοδμος, -ον (Α)εύοσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οδμος (< οδμή, αρχικός τ. του οσμή) πρβλ. άν-οδμος, βαρύ-οδμος, δύσ-οδμος].