εύοδμος

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

εὔοδμος, -ον (Α)
εύοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οδμος (< οδμή, αρχικός τ. του οσμή) πρβλ. άν-οδμος, βαρύ-οδμος, δύσ-οδμος].