ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
SourceFrench (Bailly abrégé)
2ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;
(épq.) 2ᵉ pl. pf.2 sbj. de *εἴδω.
Greek Monotonic
εἴδετε: Επικ. αντί εἴδητε, βʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.