εὐήθεια

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήθεια Medium diacritics: εὐήθεια Low diacritics: ευήθεια Capitals: ΕΥΗΘΕΙΑ
Transliteration A: euḗtheia Transliteration B: euētheia Transliteration C: evitheia Beta Code: eu)h/qeia

English (LSJ)

poet. also εὐηθία, Ion. εὐηθίη, ἡ,
A goodness of heart, guilelessness, generally in ironical sense, πάνυ γενναίαν εὐήθειαν Pl.R.348c, cf. D. 24.52, Com.Adesp.773; δἰ εὐηθίην by his good nature, Hdt.3.139.
2 in bad sense, simplicity, silliness, ἐς τοσοῦτο εὐηθίης ἀνήκει τοῦτο Id.7.16.γ, cf. 1.60; κουφόνους εὐηθία A.Pr.385; ἀνωφελὴς εὐηθίᾳ… γυνή E.Hipp.639; πολλῆς εὐηθείας, ὅστις οἴεται Th.3.45; -ειάν τινος καταγιγνώσκειν Lys. 26.2.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, Gutmütigkeit, Treuherzigkeit, Einfalt im guten Sinne, Her. 3, 140; γενναία, edle Einfalt, Plat. Rep. II, 348 d; der πρᾳότης entsprechend, Dem. 24, 52; gewöhnlich im tadelnden Sinne, Thora heit, vgl. Plat. Rep. III, 401 e οὐχ ἣν ἄνοιαν οὖσαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν ὡς εὐήθειαν, ἀλλὰ τὴν ὡς ἀληθῶς εὖ τε καὶ καλῶς τὸ ἦθος κατεσκευασμένην διάνοιαν; πολλῆς εὐηθείας, ὅστις οἴεται Thuc. 3, 45, es ist eine große Torheit, wenn man meint; Her. 1, 60; Xen. An. 1, 3, 16; ὑμῶν τὴν εὐήθειαν καταγιγνώσκουσιν Lys. 26, 2; Isocr. 4, 169 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
honnête simplicité :
1 en b. part candeur, honnêteté, bonhomie;
2 en mauv. part niaiserie, sottise.
Étymologie: εὐήθης.

Russian (Dvoretsky)

εὐήθεια: поэт. εὐηθία, ион. εὐηθίη
1 бесхитростность, простосердечие, простодушие, прямота, Her., Plat., Dem., Arst.;
2 простота, недомыслие Thuc., Xen., Plat., Arst., Isocr.: δι᾽ εὐηθίην Her. по простоте душевной.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήθεια: παρὰ Τραγ. ὡσαύτως εὐηθία, Ἰων. -ίη, ἡ: - ἀγαθότης ἤθους, ἁπλότης, τιμιότης, Πλάτ. Πολ. 348C, Δημ. 717. 2· δι’ εὐηθίην, ἕνεκα τῆς καλῆς αὐτοῦ διαθέσεως (οὐχὶ ἄνευ εἰρωνείας), Ἡρόδ. 3. 140. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μωρία, ἄνοια, βλακεία, ἐς τοσοῦτο εὐηθίης ἀνήκει τοῦτο Ἡρόδ. 7. 16, 3, πρβλ. 1. 60· κουφόνουν τ’ εὐηθίαν Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἀλλ’ ἀνωφελής εὐηθίᾳ κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐήθεια
Α και εὐηθία και εὐηθίη) ευήθης
ειρων. υπερβολική ευπιστία, μωρία, χαζομάρα («κουφόνουν τ' εὐηθίαν», Αισχύλ.)
αρχ.-μσν.
αγαθότητα ήθους, απλότητα, τιμιότητα.

Greek Monotonic

εὐήθεια: και εὐηθία, Ιων. -ίη, ἡ,
1. καλοκαρδοσύνη, ευψυχία, καλή φύση χαρακτήρα, καλή ποιότητα ήθους, ευθύτητα, ντομπροσύνη, απλότητα, τιμιότητα, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με αρνητική σημασία, απλοϊκότητα, ανοησία, μωρία, άνοια, βλακεία, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

1. goodness of heart, good nature, guilelessness, simplicity, honesty, Hdt., Attic
2. in bad sense, simplicity, silliness, Hdt., Attic

English (Woodhouse)

folly, simplicity

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

simplicitas, honesty, sincerity, 3.45.7.

Translations

goodness

Albanian: mirësi; Aromanian: bunãtati; Asturian: bondá; Bulgarian: добрина, доброта; Catalan: bondat, bonesa; Choctaw: achukma; Czech: dobrota; Dutch: goedheid; Esperanto: boneco; Finnish: hyvyys; French: bonté; Old French: bonté; Friulian: bontât; Galician: bondade; German: Güte, Gütigkeit, Herzensgüte, Tugend, Integrität; Gothic: 𐍃𐌴𐌻𐌴𐌹, 𐌲𐍉𐌳𐌴𐌹; Greek: καλοσύνη; Ancient Greek: ἀγαθοσύνη, ἀγαθότης, ἀγαθωσύνη, ἀρετά, ἀρετή, ἐητύς, ἐσθλότης, εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, καλλονή, καλοκἀγαθία, κεδνοσύνη, σπουδαιότης, τὸ ἐπιεικές, τὸ χρηστόν, τοὐπιευκές, χρηστοσύνη, χρηστότης; Hebrew: טוֹב‎; Ido: boneso; Ingrian: hyvvyys; Irish: maitheas, maith; Italian: bontà; Judeo-Italian: טובזה‎; Latin: bonitas; Lithuanian: gerumas; Middle English: goodnesse; Occitan: bontat, bonesa; Old High German: guotī; Old Occitan: bontat; Polish: dobro, dobroć; Portuguese: bondade; Romanian: bunătate; Russian: доброта; Scots: guidness; Spanish: bondad; Swahili: uzuri; Swedish: godhet; Tagalog: buti; Tamil: நல்லது; Telugu: మంచితనము; Tocharian B: kärtsauñe; Turkish: iyilik; Ugaritic: 𐎉𐎁; Vietnamese: lòng tốt; Votic: üvüz

gullibility

Arabic: سَذَاجَة‎; Bulgarian: доверчивост, лековерие; Catalan: credulitat; Chinese Mandarin: 易受骗; Czech: důvěřivost; Dutch: lichtgelovigheid, goedgelovigheid; Finnish: herkkäuskoisuus; French: crédulité; Galician: credulidade; German: Leichtgläubigkeit; Greek: αγαθοπιστία, αγαθοσύνη, αφέλεια, ευκολοπιστία, ευπιστία, μωροπιστία; Ancient Greek: εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, τὸ πειστικόν; Hebrew: תמימות‎; Latin: credulitas; Macedonian: лековерност; Maori: whakapono tūpatokore; Polish: naiwność, łatwowierność; Portuguese: credulidade; Russian: доверчивость, простодушие, наивность; Serbo-Croatian: lakovjernost; Spanish: credulidad, tragaderas; Swedish: godtrbogenhet; Tagalog: kamapaniwalain