εὐαύχην

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

German (Pape)

[Seite 1058] ενος, mit schönem Nacken, Tzetz. PH. 478.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν αὐχένα, Τζετζ. Μεθ’ Ὅμηρον 478.

Greek Monolingual

εὐαύχην, ὁ (Μ)
αυτός που έχει καλό, ωραίο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυχήν].