εὐμετάβολος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμετάβολος Medium diacritics: εὐμετάβολος Low diacritics: ευμετάβολος Capitals: ΕΥΜΕΤΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: eumetábolos Transliteration B: eumetabolos Transliteration C: evmetavolos Beta Code: eu)meta/bolos

English (LSJ)

εὐμετάβολον, = εὐμετάβλητος, changeable, of things and persons, Gorg. Hel. 13, Pl. R. 503c, X. HG 2.3.32, Arist.EN 1100b3, etc. ; εὐ. ἐστὶν… βίος Diph. 118 ; ἀνὴρ εὐ. γλώσσῃ LXX Pr. 17.20 ; τὸ εὐμετάβολον = εὐμεταβλησία (changeableness), M.Ant 4.3 ; τὸ εὐμετάβολον τῆς τύχης Diogenian. Epicur. 2.60.

German (Pape)

[Seite 1080] dasselbe, neben ἀβέβαιος Plut. superstit. 10, wie Plat. Rep. VI, 503 c τὰ βέβαια ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα vrbdt; Xen. Hell. 2, 3, 32; Arist. Eth. 1, 11 im Gegensatz von μόνιμος; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐμετάβλητος.
Étymologie: εὖ, μεταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

εὐμετάβολος: Plat., Xen., Arst., Plut. = εὐμετάβλητος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετάβολος: -ον, = τῷ προηγ., εὐκόλως μεταβαλλόμενος, Πλάτ. Πολ. 503C, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32, κτλ.· εὐμ. ἐστιν... βίος Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 37· τὸ εὐμετ. = εὐμεταβλησία, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβολος, -ον)
1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῦτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν)
η ευμεταβλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βολή (< μεταβάλλω)].

Greek Monotonic

εὐμετάβολος: -ον, = το προηγ., ευμετάβλητος, μεταβλητός, ρευστός, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐ-μετάβολος, ον = εὐμετάδοτος
changeable, Plat., Xen., etc.

English (Woodhouse)

changeable, fickle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fickle

Armenian: հեղհեղուկ; Belarusian: непастаянны, зменлівы; Bengali: খামখেয়ালী; Bulgarian: непостоянен, променлив, отмятащ се; Catalan: inconstant; Chinese Mandarin: 多變, 多变, 薄情; Danish: lunefuld, vankelmodig, vægelsindet; Dutch: wispelturig, onbetrouwbaar, onbestendig, grillig, onberekenbaar; Esperanto: nefidinda; Finnish: ailahteleva, huikenteleva, häilyvä, vaihteleva; French: inconstant, volage, lunatique, indécis, capricieux; German: unbeständig, wankelmütig, wechselhaft, flatterhaft, launisch, unstet; Greek: άστατος, ευμετάβλητος; Ancient Greek: ἀβέβαιος, ἀκατάστατος, ἀλλογνώμων, ἀλλοπρόσαλλος, ἀναπτερωτός, ἄπιστος, ἀστάθμητος, ἁψίκορος, γάγγαλος, ἐλαφρόνοος, ἔμπληκτος, εὐμετάβολος, εὐμετάγνωστος, εὐμετάγνωτος, εὐμετάθετος, εὐμετακίνητος, εὐμετανόητος, μετάβουλος, μεταπτωτικός, μετάπτωτος, μετέωρος, μετήορος, πλάνος, πολύτροπος, σκιρτητικός, ὑπόκουφος, χαλίφρων; Icelandic: hverflyndur, óstöðugur; Italian: volubile, incostante, mutevole, capriccioso; Japanese: 気が多い, 気まぐれな; Korean: 변덕(變德)스럽다; Latin: inconstans, instabilis; Norwegian Bokmål: vaklende, skiftende, ubestemmelig, vankelmodig; Occitan: inconstant, lunard, lunatenc, cambiadís, lunatic, viradís, capriciós; Persian: دمدمی مزاج‎; Portuguese: volúvel, caprichoso, volátil; Romanian: capricios, schimbător, inconstant; Russian: непостоянный, ветреный, переменчивый; Scottish Gaelic: leam-leat; Serbo-Croatian Roman: prevrtljiv, nepostojan, prevrtljiv, mušičav, hirovit; Spanish: inconstante, veleidoso, voluble, pendular; Swedish: ombytlig, nyckfull; Tagalog: balimbing; Turkish: caygın, dönek, kahpe, kaypak; Ukrainian: непості́йний, несталий, мінливий, змінливий