εὐμολπία

English (LSJ)

ἡ, sweet song, Hsch.: title of poem by Musaeus, Paus.10.5.6.

Greek Monolingual

εὐμολπία, ἡ (Α) εύμολπος
1. (κατά τον Ησύχ.) γλυκό τραγούδι, μελωδική φωνή
2. τίτλος ποιήματος του Μουσαίου.

German (Pape)

ἡ, schöner Gesang, Hesych.