εὐπάροχος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
εὐπάροχον, submissive, of a mare, Hippiatr.14.
German (Pape)
[Seite 1087] gern darreichend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάροχος: -ον, ἑτοίμως παρέχων ἑαυτόν, πειθήνιος, ἵππος Ἱππιατρ.· ὁ ἐλευθερίως παρέχων τι, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 264Β.
Greek Monolingual
εὐπάροχος, -ον (Μ)
1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος
2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ-οχος (< όχος)
με τη σημασία «αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του» < ευ + παρ-έχω].