εὐρύνοος

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠ́νοος Medium diacritics: εὐρύνοος Low diacritics: ευρύνοος Capitals: ΕΥΡΥΝΟΟΣ
Transliteration A: eurýnoos Transliteration B: eurynoos Transliteration C: evrynoos Beta Code: eu)ru/noos

English (LSJ)

εὐρύνοον, broad-minded, ῥήτρη Diosc. in PLit.Lond.98 ii 1.

Greek Monolingual

εὐρύνοος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ευρεία έννοιαεὐρύνοος ῥήτρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νοος (< νο-ος, νους), πρβλ. αγχίνοος, εύνοος].