εὔβλητος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
εὔβλητον, easily hit, exposed to blows, App.BC2.79; τοῖς πολεμίοις Id.Syr.35.
German (Pape)
[Seite 1058] leicht zu treffen, dem Schuß ausgesetzt, App. Syr. 35 Civ. 2, 79.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβλητος: -ον, εὐκόλως βαλλόμενος, εὐπρόσβλητος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 79, Συρ. 35.
Greek Monolingual
εὔβλητος, -ον (Α)
αυτός που βάλλεται εύκολα, ο ευπρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλητός (< βάλλω), πρβλ. απόβλητος].