εὔελπις
Contents
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. εὔελπι, gen. ῐδος, A hopeful, cheerful, Th.4.10, 62, X.An.2.1.18, etc.; ἐν τοῖς δεινοῖς Th.1.70; περὶ τῆς ψυχῆς Pl. Hp.Mi.364a; πρὸς τὸν θάνατον Id.Ap.41c, cf. Luc.Demon.6,D.C.57.19; τοῦ κρατήσειν D.S.30.16. 2 c. acc. et fut. inf., εὔελπίς εἰμί σ' ἰσχύσειν A.Pr.509; εὔελπις σωθήσεσθαι in good hope to be saved, Th. 6.24: c. acc. et pres. inf., Pl.Phd.63c; τὸ εὔελπι hopefulness, Plu.2.1101d, D.C.42.1, etc.; εὔ. λαλιά cheerful talk, Plb.1.32.6. II Pass., well hoped of, the subject of hope, LXX Pr.19.15(18): Medic., of a patient, Aret.SD1.13.
German (Pape)
[Seite 1064] ιδος, 1) der gute Hoffnung hegt, voll guter Hoffnung, εὔελπίς εἰμι, mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Prom. 507; εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι Thuc. 6, 24, wie Plat. Phaed. 63 c; πρὸς τὸν θάνατον Apol. 41 c, wie Luc. Demon. 6; καὶ θαῤῥαλέος Plat. Legg. II, 671 c; περί τινος, Hipp. min. 364 a; Din. 1, 93 u. Folgde. – 2) von Sachen, gute Hoffnung erregend, Thuc. 4, 62; Pol. 1, 32, 6 u. Sp.; τὸ εὔελπι, gute Hoffnung, D. Cass. 42, 1. 44, 27.
Greek (Liddell-Scott)
εὔελπις: ὁ, ἡ, οὐδ. εὔελπι: ἔχων καλὴν ἐλπίδα, πλήρης ἐλπίδος καὶ θάρρους, Θουκ. 4. 10, 62, Ξεν., κλ.· ἐπὶ τοῖς δεινοῖς Θουκ. 1. 70· οὕτως εὔελπις ὤν περὶ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 364Α· πρὸς τὸν θάνατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 41C· τοῦ κρατήσειν Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 76. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., εὔελπίς εἰμί σε ἰσχύσειν Αἰσχύλ. Πρ. 509· εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι, εὐελπιστοῦντες ὅτι θὰ σωθῶσι, Θουκ. 6. 24, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 63C· τὸ εὔελπι, ἡ καλὴ ἐλπίς, φαιδρότης, εὐθυμία, Πλούτ. 2. 1101D, Δίων Κ. 42. 1, κτλ.· οὕτως, εὔελπις λαλιά, φαιδρὰ ὁμιλία, Πολύβ. 1. 32, 6· μετὰ τοῦ μᾶλλον ὡς Συγκρ., ὅπως εὐέλπιδες μᾶλλον εἶεν οἱ Ἕλληνες Ξενοφ. 2. 1, 18, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177. ΙΙ. Παθ., περὶ οὗ καλὰ ἐλπίζει τις, Ἑβδ. (Παροιμ. Ιθ΄, 18). Παρὰ Κλήμ. Ἀλ. Ι. 976C, εὔελπις = ἀγαθὴ ἐλπίς.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιδος, acc. ιν;
qui a bonne espérance ; avec un inf. fut. : εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι THC ayant bon espoir d’être sauvés ; abs. τὸ εὔελπι bon espoir.
Étymologie: εὖ, ἔλπις.
Greek Monolingual
-ιδος, -ι (ΑΜ εὔελπις, -ι)
1. αυτός που ελπίζει σε κάτι («ευέλπιδα όνειρα», Παπαδ.)
2. αυτός που παρέχει αγαθές ελπίδες, αυτός που υπόσχεται πολλά καλά («λαλιά τις εὔελπις» — λαλιά παρηγορήτρα, Πολ.)
νεοελλ.
(το αρσ. στον εν. και πληθ.) ο εύελπις και οι ευέλπιδες
ονομασία τών μαθητών της Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής από την οποία αποφοιτούν αξιωματικοί του στρατού ξηράς
αρχ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔελπι
η ελπίδα για κάτι καλό.
επίρρ...
ευελπίστως (Μ)
με. αγαθές ελπίδες, με ελπίδες για αίσια έκβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπίς].
Greek Monotonic
εὔελπις: ὁ, ἡ, ουδ. εὔελπι, αυτός που έχει καλή ελπίδα, ελπιδοφόρος, ενθαρρυντικός, αισιόδοξος, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· με απαρ. μέλ., εὔελπις ἰσχύσειν, σε Αισχύλ.· εὔελπις σωθήσεσθαι, αισιοδοξώντας ότι θα σωθούν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὔελπις: ι, gen. ιδος (acc. ιν)
1) питающий большую или радостную надежду, твердо надеющийся, тж. самоуверенный (ἐπί τινι Thuc., περί τινος Plat., πρός τι Plat., Luc. и τινος Diod.): εὔ. ὁμόσε χωρῆσαι τοῖς ἐναντίοις Thuc. уверенно атаковать противников; ἐπὶ τοῖς δεινοῖς εὔ. Thuc. не теряющий надежды (и) в тяжелых обстоятельствах; εὔ. εἶναι πρὸς τὸν θάνατον Plat., Luc. не бояться смерти; εὔ. εἰμι Aesch., Plat., Plut. я полон уверенности; εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι Thuc. твердо уповая на спасение;
2) внушающий надежду или уверенность, надежный (βέβαιος καὶ εὔ. Thuc.): ὁ θροῦς εὔ. Polyb. обнадеживающий слух.
Middle Liddell
of good hope, hopeful, cheerful, sanguine, Thuc., Xen., etc.:—c. inf. fut., εὔελπις ἰσχύσειν Aesch.; εὔελπις σωθήσεσθαι in good hope to be saved, Thuc.
English (Woodhouse)
εὔελπις = hopeful