θαλαμικός

Greek Monolingual

-ή, -ό θάλαμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο
2. φρ. «θαλαμικό σύνδρομο» — πάθηση του νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από επίμονη απώλεια της επιφανειακής αισθητικότητας, από ήπια παράλυση και ελαφρά έλλειψη συντονισμού τών κινήσεων στο ένα ημιμόριο του σώματος, από απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης τών αντικειμένων, από πόνους στο παράλυτο ημιμόριο και από ενεξέλεγκτες κινήσεις του αντίστοιχου άνω και κάτω άκρου.