θαλασσοπλάνητος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
v. θαλασσόπλαγκτος.
Greek Monolingual
θαλασσοπλάνητος, -ον (Α)
ο θαλασσόπλαγκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πλάνητος (< πλανώμαι), πρβλ. οινοπλάνητος, περιπλάνητος].