θαλασσόχρωμος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

-η, -ο και θαλασσόχρους, -ουν
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονόχρωμος, πολύχρωμος].

English

sea-coloured, sea-colored