θεραπευτικῶς
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
French (Bailly abrégé)
adv.
avec empressement ou obligeance.
Étymologie: θεραπευτικός.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπευτικῶς:
1 преданно, почтительно (γράφειν Plut.);
2 заботливо, тщательно (χρῆσθαι τῇ παρρησίᾳ Plut.).