θεραπευτικῶς

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

French (Bailly abrégé)

adv.
avec empressement ou obligeance.
Étymologie: θεραπευτικός.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπευτικῶς:
1 преданно, почтительно (γράφειν Plut.);
2 заботливо, тщательно (χρῆσθαι τῇ παρρησίᾳ Plut.).