θηλύνοος

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύνοος Medium diacritics: θηλύνοος Low diacritics: θηλύνοος Capitals: ΘΗΛΥΝΟΟΣ
Transliteration A: thēlýnoos Transliteration B: thēlynoos Transliteration C: thilynoos Beta Code: qhlu/noos

English (LSJ)

θηλύνοον, contr. θηλύνους, θηλύνουν, of womanish mind, A.Pr.1003.

German (Pape)

[Seite 1207] zsgzgn θηλύνους, weiblich, weibisch gesinnt, Aesch. Prom. 1005; Suid. erkl. ἥσυχος.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a les sentiments d'une femme.
Étymologie: θῆλυς, νόος.

Russian (Dvoretsky)

θηλύνοος: стяж. θηλύνους 2 (ῠ) по-женски кроткий, робкий как женщина Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύνοος: συνῃρημ. -νους, ουν, ἔχων νοῦν γυναικεῖον, Ἀισχύλ. Πρ. 1003.

Greek Monotonic

θηλύνοος: σηνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει γυναικείο μυαλό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

of womanish mind, Aesch.