ιπνολεβήτιον

From LSJ

Greek Monolingual

ἰπνολεβήτιον, το (Α)
υποκορ. του ιπνολέβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνολέβης, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κηρίον, κοράσιον)].