ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἰπνολεβήτιον, το (Α)υποκορ. του ιπνολέβης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνολέβης, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κηρίον, κοράσιον)].