ιπνοποιός
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
Greek Monolingual
ἰπνοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει κλιβάνους, φούρνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαλματοποιός, υποδηματοποιός.