ιστοθήκη

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

ἱστοθήκη, ἡ (Α)
η ιστοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + θήκη.