κήπος
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κῆπος, Α δωρ. τ. κᾱπος)
περίφρακτος τόπος όπου καλλιεργούνται ευγενή ή διακοσμητικά ή εδώδιμα φυτά, δέντρα, άνθη και λαχανικά, περιβόλι (α. «το σπίτι τους έχει έναν πολύ μεγάλο κήπο» β. «ὁμοία ἐστί κόκκῳ σινάπεως, ὃv λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «βοτανικός κήπος» — επιστημονικό ίδρυμα και κήπος στον οποίο υπάρχουν και μελετώνται από επιστήμονες συλλογές ζωντανών φυτών που καλλιεργούνται σε φυσικό περιβάλλον ή σε θερμοκήπια
β) «Εθνικός Κήπος»
(γνωστός άλλοτε και ως Βασιλικός Κήπος, γιατί επί βασιλείας Όθωνος και Γεωργίου Α' ήταν ο κήπος τών ανακτόρων) ο καλύτερα συντηρούμενος δημόσιος κήπος της Αθήνας, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, έχει έκταση 175 περίπου στρέμματα, περιλαμβάνει πολλών ειδών φυτά, καθώς και μερικές προτομές και ένα ηλιακό ρολόι
γ) «ζωολογικός κήπος» — χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις για τη διαβίωση σπάνιων ή άγριων ζώων
δ) «κρεμαστοί κήποι» — οι κήποι που αποτελούνται από ανισόπεδα τμήματα κατά κλίμακες
ε) «οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος»
(κατά την παράδοση) τεχνητός λόφος με κατάφυτα επίπεδα υψωμένος πάνω σε μια θολωτή κατασκευή, τον οποίο θεωρούσαν ως ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου
στ) «παιδικός κήπος» — νηπιαγωγείο με κήπο, όπου φοιτούν παιδιά προσχολικής ηλικίας
ζ) «σχολικός κήπος» — κήπος προσαρτημένος σε σχολείο, που καλλιεργείται από τους μαθητές για παιδαγωγικούς σκοπούς
αρχ.
1. τόπος ή χώρα πλούσια σε καλλιέργεια και παραγωγή (α. «αμφὶ κᾱπον Ἀφροδίτης ἀειδόμενον» — η Κυρήνη, Πίνδ.
β. «κῆπος Εὐβοίας», Σοφ.)
2. μτφ. (για την ποίηση) χώρος ανθοστόλιστος («ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾱπον» — καρπώνομαι τον εξαίρετο χώρο τών Χαρίτων, Πίνδ.)
3. ο περιφραγμένος χώρος ὅπου γίνονταν οι Ολυμπιακοὶ αγώνες («ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος», Πίνδ.)
4. είδος κοψίματος και διακοσμήσεως τών μαλλιών
5. το εφήβαιο τών γυναικών
6. φρ. α) «Διὸς κῆποι»
i) η Λιβύη
ii) ο ουρανός
β) «οἱ ἀπὸ τῶν κήπων» — οι μαθητές του Επικούρου, ο οποίος δίδασκε σε κήπο
γ) «Ἀδώνιδος κῆποι» — φυτά που φυτεύονταν κατά τις εορτές τών Αδωνίων και που ξεραίνονταν σε λίγες μέρες, επειδή ήταν ακατάλληλη η εποχή
η φρ. λέγεται για πρόσκαιρα, εφήμερα πράγματα
7. παροιμ. «οἱ Ταντάλου κῆποι» — για μάταιη ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kāp- «κομμάτι γης, οικόπεδο», οπότε συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huoba «κήπος», αρχ. σαξ. hōba «κομμάτι γης», νέο άνω γερμ. Hufe, Hube «κομμάτι γης, πλέθρο», ολλ. hoere «αγροτικό κτήμα», αλβ. kopshte «κήπος».
ΠΑΡ. κηπαίος, κηπεύω
αρχ.
κηπάδιον, κήπειος, κηπεύς, κηπίδες, κηπίον
αρχ.-μσν.
κηπίδιον
μσν.
κηπούλι, κηπούριν νεοελλ. κηπάκι, κηπάριο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κηποκόμος, κηπουρός
αρχ.
κηποκόμας, κηπολαχανία, κηπολάχανον, κηπολόγος, κηποπαράδεισος, κηπόταφος, κηποτύραννος, κηπουργία, κηπωρός
μσν.
κηποποιία, κηπουργώ
μσν.- νεοελλ.
κηποπότισμα, κηποφυλαξ
νεοελλ.
κηπομανής, κηπομανία, κηπόπολη. (Β' συνθετικό) αγρόκηπος
αρχ.
αλεξίκηπος, μανιόκηπος, περίκηπος, φιλόκηπος
νεοελλ.
αγκιναρόκηπος, άκηπος, αμπελόκηπος, ανθόκηπος, βυσσινόκηπος, δενδρόκηπος, λαχανόκηπος, λουλουδόκηπος, ξερόκηπος, ροδόκηπος].