καθολικίζω

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. της μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό].