κακομετρία
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
ἡ,
A short measure, POxy. 1447.6 (i A.D.).
II false metre, Sch.Heph.p.106C. (pl.), Eust. ad D.P.739.
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, schlechtes, falsches Maaß, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κακομετρία: ἡ, κακόν, ἐσφαλμένον μέτρον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ. εἰς Διον. Π.
Greek Monolingual
κακομετρία, ἡ (Α) κακόμετρος
1. πάπ. ελλιπές, μέτρο βάρους
2. (μετρική) εσφαλμένο μέτρο στίχου.