καλλιπαρθένιος
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
later for καλλιπάρθενος.
Greek Monolingual
καλλιπαρθένιος, -ον (Α)
καλλιπάρθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθέν-ιος (< παρθένος)].