καπνοθάλαμος
From LSJ
ὁ
εξάρτημα στους ατμολέβητες το οποίο βρίσκεται στην προέκταση της εστίας ή πάνω από αυτήν και όπου εισέρχονται τα θερμά αέρια της καύσης πριν φθάσουν στην καπνοδόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Σπυρ. Α. Κριτσελή].