κασκέτο

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

το
1. κάλυμμα του κεφαλιού με γείσο που χρησιμοποιείται ιδίως από τους ναυτικούς
2. στρατιωτικό πηλήκιο
3. μαθητικό πηλήκιο
4. κάθε άκομψο καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casc-etto].