καστανόχρωμος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Greek Monolingual
-η, -ο
καστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν του κάστανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσόχρωμος, σταρόχρωμος].