καταιόνησις
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
-εως, ἡ, = καταιόνημα (fomentation), D.Chr. 17.6, M.Ant 5.9, Poll. 4.180, Gal. 12.675 ; αἱ κατὰ κεφαλῆς κ. Ath. 1.24d.
German (Pape)
[Seite 1350] ἡ, das Daraufgießen, Begießen; Medic.; M. Ant. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'humecter, de bassiner.
Étymologie: καταιονάω.