καταληκτικός
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
English (LSJ)
καταληκτική, καταληκτικόν,
A leaving off; especially in Metric, of verses having the last foot incomplete, Heph.4.2, Anon.Metr.Oxy. 220ix 19, etc.; τὸ κ. Heph. l.c.; of feet, κ. [εἶδος παίωνος] Demetr. Eloc.38.
II Adv. καταληκτικῶς = disinterestedly, διδόναι τι M.Ant.9.42, cf. 7.13 (-ληπτ- codd.), Arr.Epict.2.23.46.
German (Pape)
[Seite 1360] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42.
Russian (Dvoretsky)
καταληκτικός: стих. усеченный, неполный (στίχος).
Greek (Liddell-Scott)
καταληκτικός: -ή, -όν, ὁ καταλήγων, παύων, σταματῶν· ὁ κ. (ἐξυπακ. στίχος), ἐλέγετο ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ἐλλιπῆ· «καταληκτικὰ (δηλ. μέτρα) ὅσα μεμειωμένον ἔχει τὸν τελευταῖον πόδα» Ἡφαιστ. σ. 25, πρβλ. βραχυκατάληκτος, ὑπερκατάληκτος. ΙΙ. Ἐπίρρ. κῶς, κ. εὐφραίνειν (=τελείως, ὥστε νὰ μὴ χρειάζηταί τις ἄλλο τι) Μ. Ἀντων. 7, 13· κ. διδόναι 9, 42.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταληκτικός, -ή, -όν) καταλήγω
1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος
2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα
νεοελλ.
γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» — χαρακτηρισμός ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την κατάληξη -ς.
επίρρ...
καταληκτικῶς (AM)
τελείως, τελειωτικά.
-ή, -ό (Α καταληπτικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο καταληψία
2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από καταληψία
3. (ψυχολ.) φρ. «καταληπτική ψυχολογία» — η ψυχολογία που δέχεται ότι η πορεία τών ψυχικών φαινομένων είναι αποτέλεσμα βουλητικής ενέργειας, σε αντιδιαστολή με τη συνειρμική
αρχ.
1. (για τη διάνοια) αυτός που μπορεί να εννοήσει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταληπτικόν
η δύναμη της αντίληψης.
επίρρ...
καταληπτικῶς (Α)
1. με άμεση αντίληψη
2. προφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταληπτός. Με τη νεοελλ. σημασία «αυτός που αναφέρεται στη νόσο καταληψία» η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cataleptic < catalept- (πρβλ. καταληπτός) + -ic (πρβλ. -ικός) και μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Νικόλαου Κοντόπουλου].