καταξυράω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
shave close, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctes.Fr.20 M.: abs., Nic.Dam.4J.
German (Pape)
[Seite 1367] abscheeren, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctesias bei Ath. XII, 529 a.
Greek (Liddell-Scott)
καταξυράω: ἐντελῶς ξυρίζω, κείρω μέχρι τῆς ἐπιδερμίδος, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Κτησίας παρ’ Ἀθην. 529Α· κατεξυρημένος τε καὶ καθυπεστιβισμένος τὼ ὀφθαλμὼ Νικολ. Δαμ. 429 ἔκδ. Vales.· καλῶς ἐξυρισμένος καὶ μὲ στίμμι ἠλειμμένος.