καταρόω
From LSJ
English (LSJ)
plough up, τὴν γῆν Ar.Av.582: fut. -αρόσω Jusj. ap. Poll.8.106: 2sg. aor. κατήροσας Hsch.
German (Pape)
[Seite 1374] (s. ἀρόω), beackern, bestellen, γῆν, Ar. Av. 582; vgl. Poll. 8, 106. Nach Hesych. auch übtr., = φυτεύω.
French (Bailly abrégé)
καταρῶ :
labourer entièrement.
Étymologie: κατά, ἀρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αρόω beploegen.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰρόω: вспахивать (τὴν γῆν Arph.).
Greek Monotonic
κατᾰρόω: μέλ. -όσω, οργώνω, τὴν γῆν, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰρόω: ἀροτριῶ ἐντελῶς, καταροῦσι τὴ γῆν τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· πλεύσω δὲ καὶ καταρόσω ὁπόσην ἂν παραδέξωμαι, ὁ ὅρκος τῶν ἐφήβων, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 106 (Ἡσύχ.· καὶ μεταφορ., φυτεύω, γεννῶ).
Middle Liddell
fut. -όσω
to plough up, τὴν γῆν Ar.