κατασκευασμάτιον

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευασμάτιον Medium diacritics: κατασκευασμάτιον Low diacritics: κατασκευασμάτιον Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: kataskeuasmátion Transliteration B: kataskeuasmation Transliteration C: kataskevasmation Beta Code: kataskeuasma/tion

English (LSJ)

τό, small apparatus, Dim. of κατασκεύασμα, Hero. Spir. 1.7.

German (Pape)

[Seite 1378] τό, kleines Gerät, Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευασμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κατασκεύασμα, μικρὸν σκεῦος, κ. πρὸς τὸ οἰνοχοεῖν χρήσιμον Ἥρων ἐν Math. Vett. 160.

Greek Monolingual

κατασκευασμάτιον, τὸ (Α)
μικρό σκεύος ή αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασκεύασμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθιον, προβλημάτιον)].