κατασταγμός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ὁ, running at the nose, Cels.4.5.2, Orib.Fr.27; κατασταγμὸς ἀρτηρίας = tracheitis, Gal.13.92.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, das Herabtröpfeln, bei den Aerzten, τὸ ῥεῦμα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καταφερόμενον διὰ τῶν μυκτήρων B. A. 270.
Greek (Liddell-Scott)
κατασταγμός: -οῦ, ὁ, τὸ καταστάζειν ἢ καταρρεῖν ἐκ τῆς ῥινός, τὸ ῥεῦμα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καταφερόμενον διὰ τῶν μυκτήρων, ὃ νῦν καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ κατασταγμόν, Ἐτυμ. Μέγ. 494. 32.
Greek Monolingual
κατασταγμός, ὁ (Α) καταστάζω
1. η καταρροή
2. φρ. «κατασταγμός ἀρτηρίας» — η τραχειίτιδα.