καυχησιολογία
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883Greek Monolingual
η
το να καυχησιολογεί κάποιος, οι κομπαστικοί λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυχησιολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο