καχρυδιάζομαι

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχρῠδιάζομαι Medium diacritics: καχρυδιάζομαι Low diacritics: καχρυδιάζομαι Capitals: ΚΑΧΡΥΔΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: kachrydiázomai Transliteration B: kachrydiazomai Transliteration C: kachrydiazomai Beta Code: kaxrudia/zomai

English (LSJ)

sprout in winter, ὁ σπόρος -άσεται Cat.Cod.Astr. 8(4).251.

Greek Monolingual

καχρυδιάζομαι (Α)
φυτρώνω τον χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, -υδος + κατάλ. -ιάζομαι].