κεράδικο

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

το κεράς (II)]
1. εργαστήριο κατασκευής κεριών
2. κατάστημα πώλησης κεριών.