κηραψία

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek (Liddell-Scott)

κηραψία: ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ κηρία, φωταψία, Χρον. Πάσχ. σ. 383C.

Greek Monolingual

κηραψία και κεραψία, ἡ (Μ)
το άναμμα κεριών, η φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχναψία, φωταψία].