τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
-ή, -ο (κηρόςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κερί ή αυτός που περιέχει κερί («κηρικά φάρμακα»).