κηρικός

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο (κηρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κερί ή αυτός που περιέχει κερί («κηρικά φάρμακα»).