κηροδομώ

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

κηροδομῶ, -έω (Α)
(για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθοδομώ, οικοδομώ].