κηροκοπίδα
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
Greek Monolingual
η
χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη του πλαισίου τεχνητής κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)].