κηρομαστίχα

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

και κηρομαστίχη, η (Μ κηρομαστίχη και κηρομάστιχος)
μίγμα κεριού και μαστίχας το οποίο χρησιμοποιούνταν ως συγκολλητική ουσία.