ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
κηρουργία: ἡ, ἡ παρασκευὴ ἤ κατασκευὴ κηροῦ, Ἐφραὶμ σ. 562C.
κηρουργία, ἡ (Α)
η παρασκευή ή παραγωγή κεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρο-εργία με συναίρεση < κηρός + -εργία < -εργός < ἔργον), πρβλ. ελαιουργία, υαλουργία].